- κοσμολόγος
- οαυτός που ασχολείται με την κοσμολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cosmologist < cosmology (< cosmo-, πρβλ. κοσμ[ο]- < κόσμος + logy < -λογία < -λόγος < λέγω) + -ist. Η λ., στον πληθ. κοσμολόγοι, μαρτυρείται από το 1843 στον Κων / νο Ασώπιο].
Dictionary of Greek. 2013.